Σας αρέσει το neanews; Ελάτε στην παρέα μας! Εσείς είστε η δύναμή μας!

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας

nea-news | 15 Αυγ 2012 | 1:30 μ.μ.

Πρόλογος

Ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἡ πρώτη μεταξὺ τῶν ἁγίων, ἦταν τὸ πρόσωπο τὸ «προκατηγγελμένον ὑπὸ τῶν Προφητῶν» καὶ «ἐκλελεγμένον ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν», γιὰ νὰ συνεργήσει στὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.

Τὸ ὄνομα Μαρία, τὸ ὁποῖο δόθηκε στὴ Θεοτόκο «κατὰ πρόγνωσιν καὶ βουλὴν τοῦ Θεοῦ», ἑρμηνεύεται «Κυρία». Ὁ ἅγιος Νικόδημος δίνει στὸ ὄνομα τριπλὴ ἑρμηνεία: κυρία, φωτισμὸ καὶ θάλασσα, ποὺ δηλώνουν ἀντιστοίχως τὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγαθότητα τῆς Θεοτόκου. Ἀπὸ τὸν Πατέρα ἔλαβε τὴ δύναμη, γιὰ νὰ ἐκπληρώνει σὰν Μητέρα στὴ γῆ ἐκεῖνο ποὺ ἐκπληρώνει ὁ Θεὸς σὰν Πατέρας στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τὸν Υἱὸ ἔλαβε τὴ σοφία σὰν Μητέρα Του, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συμφιλιώνει τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὸ «Ἅγιο Πνεῦμα, τέλος, ἔλαβε τὴν ἀγαθότητα σὰν Νύμφη Του, γιὰ νὰ μεταδίδει τὰ πνευματικὰ χαρίσματα σὲ ὅλα τὰ κτίσματα.

Ἡ ἅγια ζωὴ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ αὐτὴ τὴ γέννησή της, εἶναι συνυφασμένη μὲ θαυμαστὰ γεγονότα καὶ γεμάτη ἀπὸ ἐξαιρετικὲς εὐλογίες. Μόνη αὐτή, ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες, γεννήθηκε ἐξ ἐπαγγελίας, δηλαδὴ ὕστερα ἀπὸ ἀγγελικὴ πρόρρηση.

Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια ὁδηγήθηκε κατὰ θεία νεύση στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων «ὡς τριετίζουσα δάμαλις», ὅπου, κατὰ τὸν Δαμασκηνὸ Ἰωάννη, «φυτευθεῖσα καὶ πιανθεῖσα τῷ Πνεύματι ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος, πάσης ἀρετῆς καταγώγιον γέγονεν». Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος Μαρία παρέμεινε δώδεκα χρόνια καὶ τρεφόταν ὑπερφυσικὰ μὲ οὐράνια τροφή. Τὴν ἑτοίμαζε ἔτσι ὁ Θεὸς γιὰ τὸ μεγάλο ὑπούργημά της ἔνσαρκου οἰκονομίας. Τὴν ἑτοίμαζε γιὰ νὰ τὴν ἀναδείξει «κεχαριτωμένη», νὰ τὴν κοσμήσει δηλαδὴ μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,

Ὅταν ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἄγγελος Κυρίου ἀποστέλλεται πρὸς τὴν Παρθένο καὶ τῆς εὐαγγελίζεται τὴ σύλληψη τοῦ Υἵού του Θεοῦ. Ἐκείνη ταπεινὰ καὶ ὑπάκουα δέχεται τὴν ὑψίστη τιμὴ καὶ «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» ἀναφωνεῖ: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου, ὅτι ἔπεβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ». Μὲ καμία ἄλλη ἀρετὴ ἡ Θεοτόκος δὲν ἐϊλκνσε τόσο τὴ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, ὅσο μὲ τὴν ταπείνωση. Αὐτὸς ποὺ ταπεινώθηκε μέχρι θανάτου σταυρικοῦ, πράγματι τέτοια ταπεινὴ μητέρα χρειαζόταν.

Ἡ πρωτοφανὴς αὐτὴ ταπείνωση, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, δὲν ἔμενε μόνο ριζωμένη στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς της, ἀλλ᾿ ἀπὸ κεῖ ἀνάβλυζε καὶ πλημμύριζε καὶ στὸ πανάμωμο σῶμα της, στὶς κινήσεις, στὴν ἐνδυμασία, στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια της.

Τὴν ἄκρα ταπεινοφροσύνη τῆς Θεοτόκου συναγωνίζεται ἡ καθαρότητά της. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ Παναγία ὑπερέβαλλε ἀκόμη καὶ τοὺς ἀγγέλους στὴν καθαρότητα.

Πολλοὶ ἐπίσης ἀπὸ τοὺς Πατέρες συμφωνοῦν ὅτι ἡ Θεοτόκος ἦταν ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ὁ στίχος τοῦ Ἄσματος «Ὅλη καλὴ ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἐστὶν ἐν σοί», ταιριάζει καὶ χαρακτηρίζει ἀπόλυτα τὴν καθαρότητα τῆς Παρθένου.

Στὸν Εὐαγγελισμὸ ἡ Θεοτόκος ἀπαλλάσσεται, μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κι ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κοινὸ ρύπο τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἔτσι ἀξιώνεται νὰ γίνει θεῖο κατοικητήριο καὶ νὰ διακονήσει στὸ ὑπερφυσικὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τὸ μυστήριο αὐτὸ συντελεῖται χωρὶς νὰ φθείρει τὴν καθαρότητα τῆς Παρθένου, διότι ἡ Θεοτόκος συνέλαβε, ἔκυοφορησε καὶ ἐγέννησε τὸν Κύριο ἄσπορως καὶ ἄφθορως. Ἔτσι διατηρήθηκε παρθένος πρό, κατὰ καὶ μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου, καὶ ἔμεινε Ἀειπάρθενος.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τῆς Παναγίας ἦταν μία διαρκὴς θεία δοξολογία. Ἀλλὰ καὶ ἡ μακαρία κοίμησή της ἦταν ἕνα ἀντάξιο ἐπισφράγισμα τῆς ζωῆς της.

Τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὸν ἐνταφιασμό της ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους «μετέστη πρὸς τὴν ζωήν», δηλαδὴ τὸ θεοδόχο σῶμα της μεταφέρθηκε στὸν οὐρανό, ὅπου εἶχε προπορευθεῖ ἡ ἁγία ψυχή της, καὶ ὅπου τώρα ἀπολαμβάνει τὴν ἐσχατολογικὴ ἀφθαρσία τῆς αἰωνιότητας.

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου μελωδεῖ ἐπιγραμματικὰ τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ γεγονός: «Νέκρωσιν ἡ τῆς ζωῆς Μήτηρ δέχεται, καὶ τάφω τεθεῖσα μετὰ τρίτην ἡμέραν εὐκλεῶς ἐξανίσταται εἷς αἰώνας τῷ Υἱῷ συμβασιλεύουσα καὶ αἰτοῦσα τὴν τῶν πταισμάτων ἡμῶν ἄφεσιν».

Ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, κατάπληκτος ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου, προκαλεῖ τὸν πιστὸ νὰ ἐρευνήσει καὶ νὰ βρεῖ παρόμοια θαυμαστὴ ὕπαρξη: Οὐδὲν ἐν βίῳ οἶον ἡ Θεοτόκος Μαρία. Περίελθε, ὦ ἄνθρωπε, πᾶσαν τὴν κτίσιν τῷ λογισμῷ καὶ βλέπε εἰ ἐσὰν ἴσον ἢ μεῖζον της ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον τὴν γῆν, περίβλεψον τὴν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τὸν ἀέρα, τοὺς οὐρανοὺς τῇ διανοίᾳ ἐρεύνησαν, τὰς ἀόρατους πάσας Δυνάμεις ἐνθυμηθῇ καὶ βλέπε ἐστὶν ἄλλο τοιοῦτον θαῦμα ἐν πάσῃ τὴ κτίσει».

Μετὰ τὴ θεία μετάσταση ἡ Θεοτόκος συμβασιλεύει μὲ τὸν Υἱό της στοὺς οὐρανούς. Ἀπὸ τὴν τιμητικὴ αὐτὴ θέση συμπαρίσταται δυναμικὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἔχει τὸ «δύνασθαι τοῦ θέλειν ἰσοτάλαντον», διὸ ἐδάνεισε τὴ σάρκα τῆς «τῷ παντεχνήμονι Λόγω», ὁ Ὁποῖος γι᾿ αὐτὸ τῆς εἶναι αἰωνίως χρεώστης, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο.

Ἔχοντας τέτοια δύναμη ἡ Θεοτόκος, «διαπορθμεύει» σὲ ὅλους τὶς θεϊκὲς δωρεές, μεσιτεύει μὲ τὶς σωστικὲς πρεσβεῖες τῆς ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐπηρεάζει τὶς βουλὲς τοῦ Υἵού της. Ἡ θαυματουργική της χάρη, ξεχωριστὴ καὶ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἁγίων, ἐκδηλώνεται στοὺς ἀνθρώπους μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἔτσι ἡ Παναγία ἐμφανίζεται σὰν ὑπέρμαχος στρατηγὸς στοὺς πολέμους, ἄμισθος ἰατρὸς στὶς ἀρρώστιες, «ταχεία σκέπη καὶ βοήθεια» σὲ κάθε ἀνάγκη.

* * *

Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ πιστοῦ λαοῦ στὴν Παναγία ἀποτυπώνονται στὴν ὑμνογραφία, στὴ λαογραφία, στὴν τέχνη καὶ στὴ λατρεία.

Πολλὲς ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια εἶναι ἀφιερωμένα στὴ Θεοτόκο. Πρὸς τιμὴν τῆς φιλοτεχνήθηκαν πλῆθος ἱερὲς εἰκόνες. Ἀλλὰ καὶ ὕμνοι, τροπάρια, ἀκολουθίες καὶ ἑορτὲς ἔχουν τὴν ἀναφορά τους στὴ Θεομήτορα. Πολλὰ ἱερὰ προσκυνήματα εἶναι καθιδρυμένα σὲ περιοχές, ποὺ σχετίζονται μὲ θαύματα τῆς Παναγίας. Σὲ παραδόσεις, δοξασίες καὶ λαϊκὲς παροιμίες τ᾿ ὄνομα τῆς Θεοτόκου ἀναφέρεται μὲ ἐξαιρετικὴ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς βασικὲς θεομητορικὲς ἑορτές, ἡ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια ἔχουν προσθέσει καὶ ἄλλες πολλές, ποὺ σχετίζονται μὲ θαυμαστὲς ἐνέργειες τῆς Θεομήτορος, μὲ ἐγκαινιασμοὺς ναῶν της ἡ μὲ εὑρέσεις θαυματουργῶν εἰκόνων της. Στὴ Ρωσία οἱ ἑορτὲς τῆς Παναγίας, ποὺ γίνονται πρὸς τιμὴν θαυματουργῶν εἰκόνων της, ἀνέρχονται σὲ διακόσιες.

Τὰ πολλὰ ἀφιερώματα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι κατάφορτες οἱ θεομητορικὲς εἰκόνες, ἀποτελοῦν μία ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς λαϊκῆς εὐγνωμοσύνης ἀπέναντί της. Κάθε τόπος ἔχει καὶ μία θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, καθεμιὰ μὲ τὴν ἱστορία καὶ τοὺς θρύλους της, ποὺ δημιουργοῦν ἀτμόσφαιρα θρησκευτικοῦ μυστηρίου.

Ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες ποὺ ἀναφέρονται στὴν Παναγία, οἱ πιὸ δημοφιλεῖς εἶναι οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ οἱ Παρακλήσεις τοῦ Δεκαπενταύγουστου.

Στὴ Θεοτόκο δόθηκαν πολλὲς ἐπωνυμίες, ἐπίθετα ἐκφραστικὰ καὶ κάποτε παράδοξα, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὶς ἰδιότητές της, στοὺς εἰκονογραφικούς της τύπους, στὸν χρόνο τῶν ἑορτῶν της κ.ἄ. Τέτοιες ὀνομασίες εἶναι: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Γοργοϋπήκοος, Πορταΐτισσα, Προυσιώτισσα, Φανερωμένη, Ζωοδόχος Πηγή, Μυρτιδιώτισσα κλπ.

* * *
Τὰ θαύματα τῆς Παναγίας πού, δειγματοληπτικὰ μόνο, συμπεριλάβαμε στὸ βιβλίο αὐτό, προέρχονται ἀπὸ διάφορες πηγές. Τὰ προσφέρουμε διασκευασμένα καὶ ἐμπλουτισμένα μὲ τ᾿ ἀπαραίτητο γεωγραφικὰ καὶ ἱστορικὰ στοιχεῖα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀλλοιώνουμε καθόλου τὴν οὐσία τους.

Ὁ ἀριθμὸς ποὺ σημειώνεται στὸ τέλος κάθε κειμένου, μέσα σὲ ἀγκύλες, παραπέμπει στὴν κυριότερη σχετικὴ μὲ τὸ θέμα πηγή, ποὺ βρίσκεται ἀριθμημένη μὲ ἀλφαβητικὴ σειρὰ στὸ τέλος τοῦ βιβλίου.

Στὰ θαύματα αὐτὰ ἡ Θεοτόκος ἔρχεται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ προβλήματά τους. Συχνὰ ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο ἡ σὲ ἐγρήγορση. Ἄλλοτε ἡ παρουσία της γίνεται αἰσθητὴ μόνο μὲ τὴ φωνὴ ἢ μὲ κάποια εὐωδιά.

Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ἐπεμβαίνει θαυματουργικὰ καὶ θεραπεύει ἀρρώστιες, ἐνθαρρύνει πολεμιστές, ἱκανοποιεῖ ἀνάγκες, σώζει ἀπὸ κινδύνους, δίνει λύσεις σὲ προβλήματα καὶ ἀδιέξοδα. Ἄλλοτε πάλι καθοδηγεῖ γιὰ τὴν εὕρεση ἱερῶν τῆς εἰκόνων καὶ ἄλλοτε εὐαγγελίζεται εὐεργεσίες ἤ, ἀντίθετα, προμηνύει συμφορές. Μὲ ἀνάλογο τρόπο στιγματίζει τὴν ἀταξία καὶ ἀσέβεια ἡ βραβεύει τὴν ἀρετή. Τέλος, ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, μεταστρέφει ἀλλόθρησκους καὶ τιμωρεῖ παραδειγματικὰ τοὺς βλάσφημους.

Ἡ ζωντανὴ ὅμως αὐτὴ παρουσία τῆς Θεοτόκου τόσο στὴν ἀτομικὴ ὅσο καὶ τὴν κοινὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ καὶ ἀποδεκτή, προϋποθέτει καὶ ἐξίσου ζωντανὴ πίστη. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τονίζει χαρακτηριστικὰ ἕνα ὀρθρινὸ Θεοτοκίο τῆς 10ης Ἰανουαρίου:

Πίστις ἡγείσθω μόνη, καὶ μὴ ἀπόδειξις, τῶν ὑπὲρ νοῦν θαυμάτων, Θεογεννῆτορ Κόρη τῶν σῶν· τὸν γὰρ ἀκατάληπτον, Θεὸν Λόγον τέτοκας, ἐνδυσάμενος τὴν ἀνθρωπότητα.

Παναγία ἡ Πορταΐτισσα

«Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος»

Ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα, ἡ ἐξέχουσα μεταξύ τῶν θεομητορικῶν εἰκόνων τοῦ Ἄθω, ἦταν ἀρχικὰ φυλαγμένη, καθώς διασώζει ἡ παράδοση, στὴ μικρασιατικὴ Νίκαια. Μιὰ εὐσεβής γυναίκα μέ τὸν μοναχογιό της τὴν εἶχαν τοποθετήσει μέσα στὴν ἰδιόκτητη ἐκκλησία τους καὶ τὴν τιμοῦσαν.

Στὰ χρόνια τῆς δεύτερης εἰκονομαχίας βασιλικοὶ κατάσκοποι ἀνακάλυψαν τὴν εἰκόνα καὶ ἀπείλησαν τὴ γυναίκα πὼς θὰ τὴν σκοτώσουν ἂν δὲν τοὺς δωροδοκήσει. Ἐκείνη ὑποσχέθηκε ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τοὺς ἔδινε τὰ χρήματα. Καὶ τὴ νύχτα, ἀφοῦ προσευχήθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, τὴ σήκωσε μέ εὐλάβεια, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα λέγοντας:

– Δέσποινα Θεοτόκε, ἐσύ ἔχεις τὴ δύναμη κι ἐμᾶς νὰ διασώσεις ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα σου ἀπὸ τὸν καταποντισμό.

Τότε πραγματικὰ ἔγινε κάτι θαυμαστό. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα στάθηκε ὄρθια στὰ κύματα καὶ κατευθύνθηκε πρός τὴ δύση. Συγκινημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸ γεγονὸς γυρίζει στὸν γιό της καὶ τοῦ λέει:

–Ἐγώ, παιδί μου, γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς Παναγίας εἶμαι ἕτοιμη νὰ πεθάνω. Ἐσύ νὰ φύγεις. Νὰ πᾶς στὴν Ἑλλάδα.

Χωρὶς ἀργοπορία τὸ παιδὶ ἑτοιμάστηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, κι ἀπὸ κεῖ γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὅπου ἐμόνασε. Σὰν μοναχὸς ἀσκήτεψε στὸν τόπο πού ἀργότερα ἱδρύθηκε ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων. Αὐτὸ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατὶ ἔτσι πληροφορήθηκαν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ τὸ ἱστορικὸ τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας.

Πέρασε καιρός. Ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴ Νίκαια πέθανε, καὶ τὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων ἱδρύθηκε καὶ ὁλοκληρώθηκε. Ἦταν βράδυ, ὅταν οἱ μοναχοὶ ἀντίκρυσαν ἕνα παράξενο θέαμα: Ἕνα πύρινο στῦλο πού ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ θάλασσα κι ἔφθανε στὸν οὐρανό.

Τὸ ὅραμα συνεχίστηκε ἡμέρες καὶ νύχτες. Κατεβαίνουν οἱ ἀδελφοὶ στὴν παραλία καὶ βλέπουν μέ θαυμασμὸ στὴ βάση τοῦ πύρινου στύλου μιὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ὅσο ὅμως τὴν πλησίαζαν ἐκείνη ἀπομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακάλεσαν μέ δάκρυα τὸν Κύριο νὰ χαρίσει στὸ μοναστήρι τους τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ θησαυρό.

Μεταξύ τῶν μοναχῶν ὑπῆρχε ἕνας εὐλαβής ἀσκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ᾿ αὐτὸν παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ τοῦ λέει:

– Νὰ πεῖς στὸν ἡγούμενο καὶ στούς ἀδελφούς ὅτι θὰ σᾶς παραδώσω τὴν εἰκόνα μου, γιὰ νὰ σᾶς προστατεύει. Θὰ μπεῖς κατόπιν στὴ θάλασσα, θὰ περπατήσεις πάνω στὰ κύματα, κι ἔτσι θὰ καταλάβουν ὅλοι τὴν εὔνοιὰ μου γιὰ τὸ μοναστήρι σας.

Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα σὰν σὲ στερεὰ γῆ, παρέλαβε μέ εὐλάβεια τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ ἐπέστρεψε στὴν παραλία. Ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ μοναχοὶ τῆς ἐπιφύλαζαν τιμητικὴ ὑποδοχή. Ὕστερα τὴν παρέλαβαν καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ.

Ὅταν τὴν ἑπομένη ὁ ἐκκλησιαστικός πῆγε ν᾿ ἀνάψει τὰ καντήλια, ἡ εἰκόνα ἔλειπε. Ἐρεύνησε παντοῦ καὶ τὴν ἀνακάλυψε στὸ τεῖχος, πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς. τὴν ἐπανέφεραν στὸ καθολικό, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ἔφυγε καὶ πάλι. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ἡ Παναγία παρουσιάζεται στὸν γέροντα Γαβριήλ καὶ τοῦ λέει:

– Νὰ πεῖς στούς ἀδελφούς νὰ μὴ μ᾿ ἐνοχλοῦν. Δέν ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ φυλάγομαι ἀπὸ σᾶς, ἀλλὰ νὰ σᾶς φυλάω. Ὅσοι ζεῖτε στὸ Ὄρος τοῦτο ἐνάρετα, νὰ ἐλπίζετε στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Υἱοῦ μου. Γιατί, ὅσο ὑπάρχει ἡ εἰκόνα μου μέσα στὴ μονὴ σας, ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεός Του θὰ σᾶς ἐπισκιάζουν πάντοτε.

Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν παρεκκλήσι κοντὰ στὴν πύλη κι ἐκεῖ τοποθέτησαν τὴν ἱερὴ εἰκόνα.

Πράγματι ἡ Πορταΐτισσα, καθώς ὑποσχέθηκε, προστατεύει τὴ μονὴ καὶ οἰκονομεῖ κάθε της ἀνάγκη.

Ἡ θεραπεία τῆς πριγκίπισσας

Τὸ 1651 οἱ 365 Ἰβηρίτες μοναχοὶ δοκίμαζαν οἰκονομικὴ στενότητα, γι᾿ αὐτὸ ἀνέθεσαν στὴ Θεοτόκο νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴ συντήρησή τους. Ἀμέσως ἡ φιλόστοργη Μητέρα ἔτρεξε γιὰ ἐξεύρεση πόρων μέ τὸ ἀκόλουθο χαριτωμένο θαῦμα.

Ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν βαριὰ ἄῤῥωστη ἡ κόρη τοῦ τσάρου τῆς Ρωσίας Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τὰ πόδια της ἦταν παράλυτα καὶ γιὰ τοὺς γιατροὺς ἀθεράπευτα.

Τὴ θλίψη τῆς πριγκίπισσας καὶ τῶν βασιλέων γονέων της ἔρχεται τώρα νὰ μεταβάλει σέ χαρὰ ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μιὰ νύχτα στὸν ὕπνο της, κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε θάῤῥος καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τὴ θεραπεύσει τῆς λέει:

– Νὰ πεῖς στὸν πατέρα σου νὰ φέρει ἀπὸ τὴν μονὴ τῶν Ἰβήρων τὴν εἰκόνα μου τὴν Πορταΐτισσα.

Τὸ πρωὶ ἡ ἄῤῥωστη διαβίβασε τὴν ἐντολὴ κι ἀμέσως ξεκίνησε ἔκτακτη ἀποστολή, γιὰ νὰ μεταφέρει στοὺς Ἰβηρίτες μοναχούς τὴν ἐπιθυμία τοῦ τσάρου. Ἐκεῖνοι φοβήθηκαν μήπως ἡ εἰκόνα δέν ἐπιστραφεῖ, καὶ ἀποφάσισαν νὰ στείλουν ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο μέ τιμητικὴ συνοδεία τεσσάρων ἱερομονάχων.

Μόλις μαθεύτηκε ὁ ἐρχομός τῆς σεπτῆς εἰκόνας στὴ Μόσχα, ἡ πόλη ἄδειασε. Ὅλοι, βασιλεῖς καὶ λαός, ἔτρεξαν νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Στ᾿ ἀνάκτορα ὅμως ἡ πριγκίπισσα κοιτόταν στὸ κρεβάτι, χωρίς νὰ γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμὴ ζήτησε τὴ μητέρα της καὶ τότε πληροφορήθηκε τὸ μεγάλο γεγονός.

– Τί; φώναξε. Ἔρχεται ἡ Παναγία, κι ἐμένα μέ ἄφησαν ἐδῶ;

Πηδᾶ ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ντύνεται καὶ τρέχει νὰ ὑποδεχθεῖ κι ἐκείνη τὴν Παναγία. Ὁ κόσμος εἶδε την παράλυτη πριγκίπισσα καὶ τὰ ἔχασε. Ἡ συγκίνηση κορυφώθηκε, ὅταν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔφθασε ἡ ἁγία εἰκόνα κι ἔγινε ἡ τελετὴ τῆς ὑποδοχῆς καὶ τῆς προσκυνήσεως.

– Μεγαλειότατε, εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι, προσφέρουμε τὴ σεπτὴ αὐτὴ εἰκόνα σάν δῶρο στὸ εὐσεβές ρωσικὸ ἔθνος.

– Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε συγκινημένος ὁ τσάρος. Σέ ἔνδειξη τῆς εὐγνωμοσύνης μου σᾶς παραχωρῶ μία ἀπὸ τὶς καλύτερες μονές τῆς πρωτεύουσας, τὸν ἅγιο Νικόλαο. Ἐπίσης ἐτήσιο ἐπίδομα ἀπὸ 2.500 ρούβλια, ἀτέλεια σέ ὅ,τι εἰσάγετε ἀπὸ τὴν χώρα μου, καθώς καὶ δωρεάν μετακίνηση τῶν ἀπεσταλμένων σας.

Τὸ μετόχι αὐτὸ παρέμεινε στὴν κυριότητα τῆς μονῆς Ἰβήρων μέχρι τὸ 1932 καὶ τῆς ἐξασφάλιζε τόσες προσόδους, ὥστε κάλυπτε ὅλες σχέδον τίς ὑλικές της ἀνάγκες.

Ὁ πεινασμένος ὁδοιπόρος

Ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων εἶναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αὐτὸ ἀποδίδεται καὶ στὸ ἀκόλουθο περιστατικό:

Ἕνας φτωχός ἐργάτης, κουρασμένος ἀπὸ τὸν δρόμο, ἔφθασε τὸ μεσημέρι πεινασμένος στὴν πύλη τῆς μονῆς. Ζητήσε μόνο λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸν πορτάρη, γιατὶ βιαζόταν νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του.

Ὁ πορτάρης, ἄγνωστο γιατί, δέν τοῦ ἔδωσε, ὁπότε ὁ φτωχός ἀναστέναξε βαθιὰ κι ἔφυγε νηστικός.

Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές, σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ σκιὰ ἑνός δέντρου. Λυπημένος καὶ κουρασμένος καθώς ἦταν, ξάπλωσε καταγῆς. Ξεφνικὰ ἀκούει βήματα νὰ πλησιάζουν. Ἀνασηκώνεται καὶ βλέπει κοντὰ του μιὰ γυναίκα μ᾿ ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά. Μέ ὕφος συμπαθητικὸ καὶ φωνὴ γλυκειὰ τὸν ἐρωτᾶ:

– Τί ἔχεις; Μήπως εἶσαι ἄῤῥωστος;

– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἀλλὰ πεινῶ. Παρακάλεσα τὸν θυρωρὸ τῆς μονῆς Ἰβήρων νὰ μοῦ δώσει ψωμί, ἀλλὰ δέν μοῦ ἔδωσε.

– Ἄκου, παιδί μου. Δέν πρέπει νὰ παραπονεῖσαι γιὰ τὸν θυρωρό. Θυρωρὸς τῆς μονῆς αὐτῆς εἶμαι ἐγώ. Νὰ ἐπιστρέψεις ἀμέσως καὶ νὰ ζητήσεις ψωμὶ ἐκ μέρους μου. Κι ἂν δὲν σοῦ δώσουν, πλήρωσέ το μ᾿ αὐτὰ τὰ χρήματα. Σὲ περιμένω ἐδῶ.

Λέγοντας αὐτὰ ἔδωσε στὸν ἐργάτη τρία φλουριά. Ἐκεῖνος, ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔβλεπε καὶ ἄκουγε, ξεκίνησε γιὰ τὸ μοναστήρι. Χτύπησε τὴν πύλη καὶ κρατώντας ἐπιδεικτικὰ τὰ χρήματα ζήτησε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν θυρωρὸ ψωμί, χωρὶς νὰ παραλείψει ν᾿ ἀναφέρει τὴ συνομιλία μὲ τὴ γυναίκα.

Ὅταν ἄκουσε ὁ μοναχός γιὰ γυναίκα καὶ εἶδε τὰ σπάνια νομίσματα, κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ θαῦμα. Χτύπησε τὴν καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἄκουσαν μέ θαυμασμὸ τὸ παράδοξο γεγονός.

Διαπίστωσαν μάλιστα ὅτι τὰ νομίσματα ἐκεῖνα ἦταν ἀφιερωμένα πρίν ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα. Βλέποντας ὅμως ἡ Παναγία τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, τὰ παρέλαβε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε μέ μητρικὴ εὐσπλαγχνία.

Οἱ μοναχοὶ μέ φόβο καὶ εὐλάβεια τὰ ἐπανέφεραν στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας, ἡ ὁποία μέ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺς δίδαξε τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας.

Παναγία ἡ Νιαμονίτισσα

Ἡ μυροβόλος Χίος, ἡ «παιπαλόεσσα», κατὰ τὸν Ὅμηρο, γιὰ τὸ βραχῶδες καὶ ὀρεινὸ ἔδαφός της, ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους «ὡς μία τῶν Μακάρων νήσων» γιὰ τὰ φυσικὰ τῆς πλεονεκτήματα

Αὐτὴ ἡ ὀνομασία θὰ τῆς ταιρίαζε μεταφορικὰ καὶ γιὰ τὴν εὐλάβεια τῶν κατοίκων της. Στὴν ἀρχαιότητα ἦταν γεμάτη ἀγάλματα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Ἀλλὰ καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐποχὴ τὸ πλῆθος τῶν ἱερῶν ναῶν τῆς κινεῖ τὴν περιέργεια κάθε ἐπισκέπτου. «Ἡ χιακὴ κοινωνία, σημειώνει ὁ Μ. Ἴουσηνιανης τὸ 1606, εἶναι εὐλαβέστατη, ἐνῶ ὁ κλῆρος τῆς πολὺ πιὸ ἀξιόλογος ἀπὸ ἄλλων περιοχῶν». Ἔχει ἐπίσης νὰ ἐπιδείξει πολλοὺς ἁγίους καὶ πολλὰ μοναστήρια.

Λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ, στοὺς πρόποδες τοῦ Προβάπου ὅρους, προβάλλει τὸ πιὸ ἀξιόλογο μοναστήρι τῆς Χίου, ἡ παλαίφατη Νέα Μονή. Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σταυροπήνιο, μὲ τὰ βασιλικὰ χρυσόβουλα καὶ τὰ περίφημα ψηφιδωτά, εἶναι ὀχυρωμένο ἀπὸ φυσικὰ καὶ τεχνητὰ τείχη καὶ πύργους, τμήματα τῶν ὁποίων σώζονται μέχρι σήμερα.

Οἱ κτιριακὲς ἐργασίες τῆς μονῆς ἄρχισαν τὸ 1034 ἀπὸ τοὺς Χιῶτες ἀσκητὲς Νικήτα, Ἰωσὴφ καὶ Ἰωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στὴν προσπάθεια τοὺς αὐτὴ εἶχαν τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´ τὸν Μονομάχο.

Στὰ ἱστορικά της μονῆς εἶναι διάχυτη ἡ παράδοση γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὕρεση τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Αὐτὴ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα ἀνακάλυψαν μέσα σὲ πυκνὸς δάσος οἱ τρεῖς κτήτορες, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀδιαπέραστα βάτα καὶ χαμόκλαδα.

Ἡ θεία μορφὴ τῆς Θεοτόκου παριστάνεται σὲ μία ἰδιότυπη καὶ μοναδικὴ στάση: Κρατᾶ στὰ χέρια τὸ θεῖο Βρέφος, ἀλλὰ εἰκονίζεται ὄρθια, μὲ ἀνοιχτῆ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιὰ καὶ τὰ πόδια σὲ στάση βηματισμοῦ.

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Νιαμονίτισσας σώζεται συχνὰ ἡ ἴδια θαυματουργικὰ ἀπὸ πυρκαγιές, ἀλλὰ καὶ σώζει ἀπὸ σφαγές, ἐπιδρομὲς καὶ λοιπὲς περιπέτειες, ποὺ δοκίμασε ἡ Νέα Μονὴ στὴν ἱστορικὴ διαδρομή της.

Ὁ χρυσοχόος

Κάποτε οἱ μοναχοὶ ἀνέθεσαν σ᾿ ἕνα Χιώτη χρυσοχόο νὰ ἐπενδύσει μὲ χρυσὸ ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς εἰκόνας, γιὰ νὰ τὴν προφυλάξουν ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ ἐκκλησιάρχης τὴν τοποθέτησε στὸν κυρίως ναό, καὶ ὁ τεχνίτης ἄρχισε τὴν ἐργασία του μὲ εὐλάβεια.

Ξαφνικὰ ἀκούει μία γλυκεία φωνὴ νὰ τοῦ λέει ψιθυριστά:

Ἐλαφρὰ χτύπα, ἐλαφρά» νἄχῃς τὴν εὐχή μου, γιατὶ ἡ εἰκόνα εἶναι παλαιά!

Σηκώνει τὰ μάπα ὁ χρυσοχόος καὶ βλέπει μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ ὁλόχρυση φορεσιά. Δὲν πρόλαβε νὰ τὴ ρωτήσει ποιὰ ἦταν, γιατὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ ἱερὸ βῆμα ἀπὸ τὴ νότια πύλη. Τρέχει νὰ τὴν προφθάσει, ἀλλὰ Ἐκείνη εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Μπαίνει στὸ ἱερό, καὶ τότε ἀναγνωρίζει στὴ μορφὴ τῆς πλατυτέρας τὴ γυναίκα, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τοῦ εἶχε φανερωθεῖ.

Ἡ καμπάνα

Τὸ καμπαναριὸ τῆς Νέας Μονῆς μοιάζει μὲ τετράγωνο πύργο καὶ ὑψώνεται σχεδὸν τριώροφο μέχρι τὸν θόλο τοῦ καθολικοῦ. Εἶναι στεγασμένο μὲ μολύβι καὶ στολίζεται στὴν κορυφὴ μὲ ὡραῖο σιδερένιο σταυρό. Ἀρχικὰ εἶχε τέσσερις καμπάνες καὶ δυὸ πολυτελέστατα ρολόγια. Ὅλα ὅμως ἐξαφανίσθηκαν τὸ 1822 ἀπὸ τὶς ἀσιατικὲς ὀρδές.

Κάποτε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οἱ μοναχοὶ τὴ φόρτωσαν σ᾿ ἕνα βενετσιάνικο πλοῖο καὶ τὴν ἔστειλαν στὴ Βενετία γιὰ νὰ τὴν ξαναχύσουν.

Τὸ πλοῖο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε ἀπὸ ἕνα κουρσάρικο τῶν πειρατῶν τοῦ Βαρβαρόσσα καὶ κινδύνεψε νὰ βουλιάξει. Οἱ ναῦτες, στὴ δύσκολη ἐκείνη στιγμή, ἐπικαλέστηκαν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ὕστερα ἔσπασαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν καμπάνα, τὸ ἔβαλαν γιὰ μπάλα μέσα στὸ κανόνι καὶ χτύπησαν τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο. Τὸ χτύπημα ἦταν καίριο καὶ τὸ πειρατικὸ βυθίστηκε.

Τὸ βενετσιάνικο καράβι συνέχισε τὸ ταξίδι κι ἔφθασε στὸν προορισμό του. Ὁ καπετάνιος, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐφτίαξε μὲ δικά του ἔξοδα τὴν καμπάνα καὶ τὴν πρόσφερε στὴν Παναγία. Λέγεται μάλιστα πὼς ἡ καμπάνα αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ μελωδικὴ ἀπ᾿ ὅλες.

Τὸ ξύλο καὶ τὸ σκοινί

Ἕνα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ὁ καπετάνιος, μπροστὰ στὸν κίνδυνο, φώναξε μὲ τὴ θερμὴ νησιώτικη πίστη του:

- Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σῶσε μας! Καὶ σοῦ τάζω μία λαμπάδα τόσο ψηλή, ὅσο τὸ κατάρτι τοῦ πλοίου!

Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸν λόγο του, καὶ βλέπει πάνω στὴν ἀφρισμένη θάλασσα τὴν ἴδια τὴ Θεοτόκο, νὰ κρατᾶ στὸ χέρι ἕνα ξύλο κι ἕνα σκοινί. Ὕστερα βυθίστηκε στὸ κύμα.

Ἀμέσως ἡ τρικυμία κόπασε καὶ τὸ πλοῖο προσορμίστηκε σῶο στὸ λιμάνι. Ἐκεῖ, μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη, ἀνακάλυψαν σία ὕφαλα τοῦ μία τρύπα. Ἡ τρύπα αὐτὴ ἦταν φραγμένη μ᾿ ἕνα κομμάτι ξύλο κι ἕνα κομμάτι σκοινί...

Τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἦταν ὁλοφάνερο. Ἀμέσως ξεκίνησαν ὅλο τὸ πλήρωμα γεμάτοι εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ Νέα Μονή. Προσκύνησαν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, πρόσφεραν τὸ τάμα τους, μία πελώρια λαμπάδα, κι ἄφησαν στὸν ἐξωνάρθηκα τὸ σωτήριο ξύλο καὶ τὸ σκοινί, τὰ ὁποῖα σώζονται ἐκεῖ μέχρι σήμερα.

Γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, καθὼς λέγεται, ὑπάρχει στὸν ἔξω νάρθηκα κι ἕνα σφουγγάρι. Μὲ τὴ χάρη τῆς Νιαμονίτισσας τὸ σφουγγάρι αὐτὸ ἔφραξε τὴ σχισμὴ ἑνὸς ἱστιοφόρου πλοίου, ποὺ κινδύνευε νὰ κανταποντιστεῖ.

Τὸ μουλάρι

Τὸν 17ο αἰώνα, καθὼς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ἡ Νέα Μονὴ ἀριθμοῦσε 100 ἕως 150 μοναχούς, κι ἔμοιαζε μὲ μικρὴ πόλη. Ἀνάλογος ἦταν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑποζυγίων γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν πολλῶν εἰσοδημάτων.

Κάποτε ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη παρέδωσε στὸν βουρδουνάρη -ἐπιστάτη τῶν ζώων -τῆς Νέας Μονῆς ἕνα φορτίο λάδι γιὰ τὸ μοναστήρι. Ὁ βουρδουνάρης φόρτωσε ἕνα μουλάρι καὶ ξεκίνησε.

Ὅταν ἔφθασαν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Φανουρίου, σὲ μία κακοτοπιά, τὸ ζῶο παραπάτησε καὶ γκρεμίστηκε στὸ βάραθρο μέχρι τὸ ποτάμι. Ὁ βουρδουνάρης, βέβαιος πὼς σκοτώθηκε, δὲν ἀσχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε ὅμως στοὺς μοναχοὺς τὸ θλιβερὸ ἐπεισόδιο.

Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ἀκούστηκαν στὴν πύλη τῆς μονῆς χτυπήματα καὶ χλιμιντρίσματα. Τρέχει ὁ πορτάρης ν᾿ ἀνοίξει, καὶ ἄντικρυζει τὸ μουλάρι ποὺ εἶχε γκρεμιστεῖ. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν, πὼς εἶχε φορτωμένα στὴν πλάτη τὰ τουλούμια μὲ τὸ λάδι ἀκέραια. Ὁ πορτάρης τὸ ἔβαλε μέσα καὶ τὸ ξεφόρτωσε. Τότε ὅμως συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὸ ζῶο ἔπεσε ἀμέσως στὴ γῆ νεκρό. Εἶχε πιὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή του.

Ἡ εὐλαβὴς δωρήτρια. Κάποια εὐλαβὴς χιώτισα, ἀπὸ τὸ χωριὸ Καλιμασσιά, ἀφιέρωσε ὅλη τὴν περιουσία της στὴ Νέα Μονή. Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε καὶ βρέθηκε σὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἀνάγκη. Τότε οἱ συγγενεῖς της, ἀντὶ νὰ τὴ βοηθήσουν, τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ τὴν πίκραιναν μὲ λόγια σκληρά:

«Ἂς ἔρθει, τῆς ἔλεγαν, νὰ σὲ κοιτάξει ἡ Νέα Μονή, ἀφοῦ τῆς ἔγραψες τὴν περιουσία σου.

Ἐκείνη δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται θερμὰ στὴν Παναγία ζητώντας τὴ βοήθειά της. Κι ἕνα βράδυ, μέσα στὸν πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία της, βλέπει στὸν ὕπνο τῆς μία γυναίκα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ τὴν πλησίασε, τὴν παρηγόρησε καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε:

- Μὴ φοβᾶσαι. Ἡ ἀσθένειά σου θεραπεύτηκε. Πάρε αὐτὸ τὸ φλουρὶ καὶ θὰ φροντίζω ἐγὼ γιὰ σένα.

- Ποιὰ εἶσαι; ρώτησε ἡ ἄρρωστη.

- Εἶμαι ἡ Νέα Μονή.

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ξύπνησε ἡ γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στὸ δεξί της χέρι τὸ φλουρί. Πῆγε στὸ μοναστήρι, διηγήθηκε τ᾿ ὄνειρό της στὸν ἡγούμενο Ἄνθιμο καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ φλουρί, ποὺ τῆς εἶχε χαρίσει ἡ Παναγία.

Θαυμαστὰ γεγονότα

Ὅταν τὸ μοναστήρι μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο, οἱ μοναχὲς ἔζησαν ὁρισμένα θαυμαστὰ γεγονότα:

Τὸ 1959, τὰ μεσάνυχτα τῆς 4ης Ἀπριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες. Χτυποῦσαν μόνες τους, ἐνῶ συγχρόνως ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μία ἐκτυφλωτικὴ λάμψη.

Ἀρκετὲς φορὲς κινοῦνται μόνα τους τὰ καντήλια μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, καὶ συχνά, ἐνῶ οἱ μοναχὲς ψάλλουν στὸ ἀναλόγιο, ἀκούγονται βήματα στὸ ἱερό, δυνατοὶ θόρυβοι καὶ γλυκύτατες ψαλμωδίες. ἀκούγονται κυρίως ὅταν ψάλλεται ἡ Θ´ ὠδή, τὸ «Ἄξιόν ἐστι» καὶ οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας.

Μὲ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ σημεῖα ἡ Νιαμονίτισσα κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς στὸ μοναστήρι καὶ μεταδίδει χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα.

Παναγία ἡ Κασσιωπία

Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωριό του.Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά. Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό.

- Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας.

Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.

- Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν ληστὲς καὶ κακοποιοί.

Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.

Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια:

- Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε.

Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε.

- Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἡ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια;

Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση. Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα τοῦ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε Βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει:

- Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια;

- Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:

- Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω!

Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα! Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της. Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει:

- Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;

- Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε!

Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη. Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.

Διαβάστε περισσότερα θαύματα εδώ  
users.uoa.gr

Μοιραστείτε το θέμα:
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...