Η ηγεσία της ευρωζώνης πρέπει να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της
Επειδή ο Ελληνισμός δεν είναι «θνητός» για να πεθάνει, ας προσέξουμε τις τρεις προϋποθέσεις ανάπτυξης
Γράφει ο Νίκος Αναγνωστάτος
Η περιπέτεια της Κύπρου και η καταδίκη που της επιφύλαξε το Eurogroup, δηλαδή η Γερμανία, πρέπει να μας προβληματίσει και να μας βάλει σε βαθιές σκέψεις, ως προς τις απώτερες προθέσεις των «εταίρων» μας. Όταν αυτοί οι «εταίροι» μας καταδικάζουν έτσι εύκολα, έτσι απλά ένα κράτος-μέλος, ωσάν άλλος Σουλτάνος, ή Μουσολίνι, για να μην πούμε Χίτλερ, τότε αν δεν βρεις ακλόνητους αιτιολογημένους λόγους, στα πλαίσια της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας και της υποτιθέμενης κοινής μοίρας, είναι φυσικό να σκεφτείς ποιος έχει τώρα σειρά για εκτέλση.
Επειδή δεν υπάρχει ένας τέτοιος ακλόνητος λόγος, αν υπάρχει όποιος τον ξέρει ας μας τον πει, συμπεραίνεται ότι, είτε έχουν αποφασίσει να διαλύσουν την Ευρωζώνη και στο μεταξύ ό,τι κερδίσουν, είτε αποκαλύπτεται ο κρυφός τους στόχος να επωφεληθούν της δήθεν Ενωμένης Ευρώπης και της Ευρωζώνης, του κακώς εννοούμενου κοινού νομίσματος, από την παραπέρα αποδυνάμωση των ήδη οικονομικά αδύναμων κρατών-μελών, για να καταστούν απόλυτα προτεκτοράτα. Μια αποδυνάμωση η οποία θα επερχόταν νομοτελειακά, με ένα δυνατό κοινό νόμισμα μεταξύ άνισων και μη ανταγωνίσιμων οικονομιών, στο οποίο ανοήτως και άσκεφτα (;) προσχωρήσαμε. Ενώ μετά την κοινή νομισματική πολιτική θα έπρεπε να επακολουθήσει, αν όχι να προηγηθεί, η κοινή οικονομική πολιτική όπως επιβαλλόταν και στη συνέχεια, έστω εν καιρώ, η ολοκλήρωση και της πολιτικής ενοποίησης.
Τούτων δοθέντων, η Ελλάδα, ως η επόμενη πιο αδύναμη οικονομικά χώρα, έχει υποχρέωση να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα και τις δέουσες αποφάσεις, ώστε να αποφύγει τη δική της ερήμην καταδίκη. Είτε μόνη της, είτε σε συνεννόηση με την Ιταλία και Ισπανία, ακόμη και τη Γαλλία, η οποία σύντομα θα βρεθεί στον όμιλο των αδύναμων χωρών, να θέσουν ωμά και ευθέως το ερώτημα στο επόμενο Eurogroup, σε τι αποβλέπουν πράγματι οι τέτοιες τραγικές για κράτος-μέλος αποφάσεις, οι οποίες οδηγούν σε καταστροφικά αποτελέσματα και οι οποίες πόρω απέχουν από τις αρχές και τους σκοπούς ίδρυσης της Ενωμένης Ευρώπης, για να μην αναφερθούμε πως την οραματίστηκε ο Jean Monnet και ονειρεύτηκε με τη διακήρυξή του ο Robert Schuman.
Θα πρέπει να τους αναγκάσουμε να πουν την αλήθεια! Η αβελτηρία ενεργειών και αποφάσεων, θα ήταν η επιεικέστερη εκδοχή. Ως δεύτερη επιεικής εκδοχή θα είναι η κ.Μέρκελ να ομολογήσει ότι ενεργεί προεκλογικά, έστω και υπερβαίνουσα τα εσκαμμένα, οπότε ενδεχομένως θα πρέπει να υπομείνουμε μέχρι τον Σεπτέμβρη και να αξιώσουμε, έστω και σιωπηλά, την χαλάρωση των απάνθρωπων μέτρων τα οποία μας έχουν επιβάλλει, όπως π.χ. τα χρήματα των αποκρατικοποιήσεων να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη, έτσι ώστε να δυνηθούμε να επιβιώσουμε μέχρι τότε. Αν όμως η στάση και η ανταπόκριση των εταίρων μας, είναι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε που λέει ο λαός μας, τότε οφείλουμε να επανεξετάσουμε τη θέση μας, με σύνεση και ψυχραιμία μεν, να αναθεωρήσουμε τις αποφάσεις μας, με σθένος δε για το μέλλον της χώρας μας, ένα μέλλον ζοφερό και αβέβαιο, αν η πολιτική του Eurogroup δεν διαφοροποιηθεί σε ελπιδοφόρα κατεύθυνση.
Το πρώτο αποφασιστικό βήμα το οποίο η Ευρωζώνη οφείλει να λάβει τώρα, είναι η ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος, με κεντρικό έλεγχο και κατεύθυνση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο έλεγχος, συνεπικουρούμενος από τις τοπικές κεντρικές Τράπεζες, οφείλει κατ΄ αρχήν να διασφαλίζει την εμπιστοσύνη των καταθέσεων των πολιτών, ασχέτως ύψους, ως αναγκαίο εχέγγυο των οικονομιών τους, οικονομίες μιας ζωής πολλές φορές, Δεν είναι δυνατό να περιμένουμε από τον απλό πολίτη και όχι μόνο, να γνωρίζει και να διακρίνει την όποια τραπεζική φερεγγυότητα ή αδυναμία, ούτε βέβαια η άνω των 100.000 Ευρώ να θεωρείται επένδυση και όχι κατάθεση εξασφαλισμένη όπως κάθε κατάθεση, όπως ανοήτως και ύποπτα ελέχθη από κάποια χείλη υψηλά ισταμένων. Ο καθήκον επίσης της Ε.Κ.Τ. είναι να κρίνει την ανάγκη, αλλά και την ορθότητα ανακεφαλαιοποίησης Τραπεζών των κρατών-μελών, απ’ ευθείας και όχι μέσω δανεισμού των κρατών-μελών, καταβαραθρώνοντάς τα ακόμη βαθύτερα. Τούτο μπορεί να γίνει και πριν τις γερμανικές εκλογές, έστω και εξαιρούμενες προσωρινά των γερμανικών Τραπεζών για τους γνωστούς λόγους, αν οι προθέσεις τους είναι ειλικρινείς προς όφελος και την επιβίωση της Ευρωζώνης.
Αν τελικά αποφασιστεί να παραμείνουμε ελπίζοντας, κάτι που φοβάμαι είναι δεδομένο, οφείλουμε να πείσουμε τους εταίρους μας και όχι τους υπαλλήλους της Τρόϊκα, ότι σε μια οικονομία στην οποία βαθαίνει η ύφεση λόγω των σκληρών αλλά μάλλον λανθασμένων μέτρων που μας έχουν επιβάλλει, δεν υπάρχει δυνατότητα να εισπραχθούν τα περισσότερα χρήματα τα οποία έχουν προϋπολογίσει. Όσο δε ζητούν περισσότερα μέτρα, τόσο λιγότερα θα εισπράττονται. Και πρωτοετής οικονομικών το αντιλαμβάνεται. Επομένως δεν είναι πως δεν το αντιλαμβάνονται οι περίεργοι της Τρόϊκα, αλλά κάπου αλλού αποβλέπουν και τούτο δεν μπορεί ούτε πρέπει να γίνεται δεκτό. Αν θέλουν πράγματι να συμπαρασταθούν να ανακάμψουμε θα πρέπει να μας βοηθήσουν για ανάκαμψη, δηλαδή ανάπτυξη με επενδύσεις και επενδύσεις δεν γίνονται με υφεσιακά μέτρα και περικοπές που εξαθλιώνουν τους πολίτες και πρέπει η κυβέρνηση να αντιδράσει έντονα και αποφασιστικά. Η υποχωρητικότητα στην Τρόϊκα με μόνο «όφελος» τη νέα δόση, εγγυημένου πλέον δανείου, για να πληρωθεί η δόση του παλαιού μη εγγυημένου δανείου, ίσως δεν είναι πρόσφορη.
Όμως επειδή ο Ελληνισμός δεν είναι «θνητός» για να πεθάνει, οφείλουμε να βρούμε το δικό μας δρόμο της ανάπτυξης. Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναφέραμε επιγραμματικά τις τρεις προϋποθέσεις για να προσελκύσουμε επενδύσεις. Σήμερα θα αναπτύξουμε περιληπτικά τις τρεις αυτές προϋποθέσεις:
1. Η εξάλειψη της γραφειοκρατίας. Πέραν όποιων προσπαθειών της κυβέρνησης για την απρόσκοπτη αδειοδότηση όπου ανθεί η γραφειοκρατία, το πρόβλημα επιλύεται αμέσως με την υπογραφή μιας υπεύθυνης δήλωσης, στην οποία θα αναφέρονται οι υποχρεώσεις του επενδυτή και ο χρόνος επίτευξής τους και η άδεια θα δίνεται επί τόπου.
2. Αντικειμενική χρηματοπιστωτική στήριξη. Οι εμπορικές Τράπεζες να επανακεφαλαιοποιηθούν τόσο όσο χρειάζεται για την εξασφάλιση των καταθέσεων, διότι πιστώσεις δίνουν αυτές κυρίως με εγγυήσεις ακινήτων, ασχέτως επενδυτικού προγράμματος. Η απάντηση είναι να δημιουργηθεί μια εύρωστη κρατική επενδυτική Τράπεζα, με εντολή να χρηματοδοτεί με βάση τη μελέτη και έγκριση του επενδυτικού προγράμματος ΜΟΝΟ.
3. Εξασφάλιση σταθερού νομικού πλαισίου. Τούτο επιτυγχάνεται με συμπλήρωση του άρθρου 107 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει τα κεφαλαία εξωτερικού, με απλό νόμο σε πρώτο στάδιο, επεκτείνοντας την ισχύ του και για κεφάλαια εσωτερικού.
via http://kostasxan.blogspot.com/search/label/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE
Category:
Πολιτική