Σε πανηγυρικό κλίμα και με παρουσία σημαντικών πολιτικών από όλο το
κομματικό φάσμα πραγματοποιήθηκει η παρουσίαση του βιβλίου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που κάνει απολογισμό του κυβερνητικού έργου την περίοδο 1990-1993.
Ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ έγινε δεκτός με χειροκροτήματα κατά την έισοδό του στο αμφιθέατρο του Ελληνικού Κόσμου ενώ παρόντες ήταν ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης, ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης, ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος καθώς και ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης.
Στην ομιλία του ο κ. Μητσοτάκης έκανε αναφορές στα σύγχρονα προβλήματα του τόπου, αναλύοντας παράλληλα τα πεπραγμένα της δικής του κυβέρνησης, ενώ αποχαιρέτισε το ακροατήριό του με στίχους του Κωστή Παλαμά.
Ολόκληρη η ομιλία του πρώην πρωθυπουργού είχε ως εξής:
“Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας σήμερα εδώ, όπως ευχαριστώ ιδιαίτερα και τους συντελεστές του βιβλίου αυτού, που πιστεύω ότι είναι κατ’ εξοχήν χρήσιμο στην παρούσα κρίσιμη και δύσκολη φάση της πορείας της χώρας μας. Θέλω ιδιαίτερα να ευχαριστήσω τον Γιάννη Παλαιοκρασσά, αλλά και τον Θόδωρο Σκυλακάκη, του οποίου η συμβολή υπήρξε πολύτιμη.
Η περίοδος της κυβέρνησης του 1990-93 είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη. Δεν είναι όμως μόνο η αμείλικτή δύναμη της λήθης που το εξηγεί αυτό. Η περίοδος αυτή είναι και ηθελημένα ξεχασμένη. Ίσως και από αίσθημα ενοχής. Εμείς οι Έλληνες έχουμε βραχεία μνήμη ως λαός. Αυτό είναι προσόν, γιατί έχουμε ζήσει τραγικές στιγμές, διχασμούς, καταστροφές και εμφυλίους, που αφήσαμε πίσω μας. Είναι όμως και ελάττωμα αφού κάθε τόσο ξεχνούμε τα πικρά διδάγματα της ιστορίας και τα λάθη δυστυχώς επαναλαμβάνονται.
Το βιβλίο αυτό που παρουσιάζεται σήμερα, επιχειρεί μία καταγραφή του έργου της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 1990-1993, με την ωριμότητά και την κατά το δυνατόν αντικειμενικότητα που προσφέρει η χρονική απόσταση και οι δραματικές εμπειρίες των τελευταίων ετών.
Πριν τριάντα χρόνια, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, στις αρχές της δεκαετίας του 80, έγινε η μοιραία επιλογή της βελτίωσης του επιπέδου της ζωής του λαού, μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους. Ελλείμματα που χρηματοδοτούσαν καταναλωτικές δαπάνες, ανεξέλεγκτες ασφαλιστικές παροχές και ασφυκτικός εναγκαλισμός της οικονομίας από το κράτος, μας οδήγησαν, μετά από δεκαετίες άσκησης αυτής της πολιτικής, στον σημερινό εφιάλτη.
Η πρώτη προειδοποίηση του τι επρόκειτο να ακολουθήσει ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν μετά τη ραγδαία αύξηση των κρατικών δαπανών και την αντίστοιχη πτώση της ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα έφτασε στα όρια της πτώχευσης. Τότε ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου -ο οποίος ό,τι κι αν έκανε εγνώριζε πάντως καλά τα θέματα της οικονομίας- αντελήφθη ότι έχει ξεπεράσει κάθε όριο και επιχείρησε να μαζέψει τα πράγματα διορίζοντας τον Κώστα Σημίτη υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Η νοοτροπία όμως με την οποία είχε εμποτίσει τους οπαδούς του υπερνίκησε τη λογική, η πολιτική του “Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα”, επικράτησε, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε προειδοποιώντας ότι η οικονομία εκδικείται και τελικά όταν ήρθε στην εξουσία η κυβέρνησή της ΝΔ, τον Απρίλιο του 1990, η Ελλάς είχε ουσιαστικά πτωχεύσει.
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε τότε είχε εντούτοις ένα μοναδικό πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι στη διάρκεια των τριών εκλογικών αναμετρήσεων που είχαν μεσολαβήσει, δεν είχα δώσει καμία υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Είχα πει την αλήθεια μερικές φορές μέχρις ωμότητος. Και είχα προετοιμάσει κατά το δυνατόν τον κόσμο για τον ανηφορικό δρόμο που καλούμαστε να ακολουθήσουμε.
Το έργο που παρήγαγε εκείνη η κυβέρνηση μπορεί ο αναγνώστης να δει πλέον συστηματικά παρουσιασμένο στην παρούσα έκδοση. Αυτό που θα ήθελα εδώ να σημειώσω είναι ότι αν η κυβέρνηση εκείνη δεν είχε πρόωρα ανατραπεί, η πορεία της χώρας θα ήταν διαφορετική και η σημερινή καταστροφή θα είχε πιθανότατα αποτραπεί.
Η προσπάθεια εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού που αναλάβαμε τότε, ήταν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρωτοποριακή. Aκολούθησαν, χρόνια αργότερα, οι Σκανδιναβικές χώρες -με πρώτη τη Σουηδία- και η Γερμανία με πρωτοβουλία του καγκελαρίου Σρέντερ. Η κυβέρνηση εκείνη ακολούθησε μια αντιδημοτική πολιτική, σε μια δυσμενή διεθνή συγκυρία, αλλά σε τρία χρόνια αντέστρεψε την καθοδική πορεία. Ακολούθησε μια πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων, -με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να έχουμε για δύο συνεχόμενα χρόνια πρωτογενές πλεόνασμα-, μείωσης του πληθωρισμού, διαρθρωτικών αλλαγών, αποκρατικοποιήσεων και μεγάλων έργων.
Ταυτόχρονα η Ελλάδα εδραίωσε τότε τον δυτικό προσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής, που είχε αμφισβητηθεί στη διάρκεια της δεκαετίας του 80, και αξιοποίησε από πλευράς διεθνούς θέσης τις μεγάλες αλλαγές που οδήγησαν σε μια εικοσαετία παγκόσμιας κυριαρχίας της Δύσης. Διασφάλισε επίσης την ισότιμη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την συνθήκη του Μάαστριχτ καθώς και αυξημένα κοινοτικά κονδύλια για τα επόμενα χρόνια.
Μετά την πτώση της κυβέρνησης εκείνης, η Ελλάδα δεν ξαναβρήκε στην πραγματικότητα το δρόμο της. Με την εξαίρεση της μισής προσπάθειας που έκανε ο κ. Σημίτης, στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας του μέχρι να εξασφαλίσει την είσοδο στην ΟΝΕ, στηριζόμενος κυρίως πάνω στα δικά μας επιτεύγματα και πολιτικές, η Ελλάδα ακολούθησε άβουλη και μοιραία τον ολισθηρό δρόμο των χρεών και των ελλειμμάτων. Παρά τις ελάχιστες φωνές που απομονωμένες από την ευρύτερη κοινή γνώμη, προειδοποιούσαν μάταια για τα επερχόμενα δεινά, ο δανεισμός συνεχίστηκε και κορυφώθηκε στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 2000. Φτάσαμε έτσι νομοτελειακά στην κατάρρευση και τη χρεοκοπία, που μπορούσαμε και έπρεπε ασφαλώς να έχουμε αποφύγει.
Το κεντρικό πρόβλημα της χώρας ήταν το ίδιο το 1990 όπως και σήμερα. Η πολιτική προσέγγιση όμως που ακολουθήθηκε ήταν διαφορετική. Η κυβέρνηση εκείνη είπε στον ελληνικό λαό με ειλικρίνεια την αλήθεια από την πρώτη ώρα και μη έχοντας παραπλανήσει τον κόσμο ούτε πριν, ούτε μετά τις εκλογές, ήταν εξ ορισμού αξιόπιστη.
Και η δική μας κυβέρνηση του 1990-1993 ασφαλώς είχε αδυναμίες. Και καθυστερήσεις σημειώθηκαν και οι προτεραιότητες που δόθηκαν δεν ήταν πάντα οι σωστότερες. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι προσπαθήσαμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα και ότι δεν κοροϊδέψαμε το λαό.
Οι δύο αυτές λέξεις, ειλικρίνεια και αξιοπιστία, είναι το κλειδί για να λύσουμε και σήμερα τα προβλήματά μας.
Φίλες και φίλοι,
Το πρόβλημα της Ελλάδας ακόμα και σήμερα –στην ακραία κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί- είναι ότι ο πολιτικός κόσμος αρνείται να μιλήσει με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό. Να ομολογήσει όχι μόνο ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας με δανεικά, αυτό το γνωρίζουν πλέον όλοι, αλλά και ότι από αυτή την υπόθεση, μέσω της διάχυσης του πλούτου, επωφελήθηκε το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού. Αυτό δεν μετριάζει ούτε τις ευθύνες των κάθε είδους ηγεσιών, που είναι συντριπτικές, ούτε τον άνισο τρόπο με τον οποίο έγινε η μοιρασιά. Ερμηνεύει όμως την ανοχή και την έλλειψη αντίδρασης μιας ολόκληρης κοινωνίας που βάδισε αμέριμνη στην καταστροφή.
Ο πολιτικός κόσμος δεν λέει ακόμα την πλέον προφανή σε όλους αλήθεια. Ότι από εδώ και πέρα τα δανεικά τελείωσαν. Είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να ζήσουμε με αυτά που έχουμε και να πληρώνουμε στο εξωτερικό για πολλά χρόνια ένα μέρος από το εισόδημα που κερδίζουμε για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων. Τόκων και χρεολυσίων που τα τελευταία τριάντα χρόνια εξοφλούσαμε κατά σύστημα με νέα δανεικά.
Για την επιβίωση του λαού και την πρόοδο της χώρας μπροστά μας ανοίγεται συνεπώς ένας μονόδρομος. Η χώρα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική. Οι διαρθρωτικές αλλαγές, που εμείς κατεξοχήν προχωρήσαμε στην περίοδο εκείνη, τώρα έχουν μείνει σχεδόν στάσιμες. Πρώτιστο μέλημά μας είναι να εισπράξουμε τους φόρους που σήμερα διαφεύγουν. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Είναι κρίσιμο να προχωρήσουν ταυτόχρονα ο δραστικός περιορισμός του κράτους και η μείωση της γραφειοκρατίας. Και δεν είναι σοβαρό να λέμε ότι θα κάνουμε εξυγίανση του δημοσίου χωρίς να κάνουμε απολύσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν γίνεται μικρότερο κράτος χωρίς λιγότερους υπαλλήλους.
Αν τα κάνουμε αυτά, είμαι αισιόδοξος ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και είναι βαριά η ευθύνη που πέφτει επάνω μας. Με την ανατριχιαστική διάσταση που έχει πάρει η ανεργία, με την ανεργία των νέων να περνά το 60%, δεν υπάρχει μέρα για χάσιμο. Όσοι έχουν την ευθύνη, την άμεση ευθύνη της διακυβέρνησης, πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα και αποφασιστικά.
Η σημερινή Βουλή, με την Ευρωπαϊκή πλειοψηφία που διαθέτει, μπορεί και πρέπει να διαρκέσει τέσσερα χρόνια. Άλλωστε αυτό προβλέπεται από το Σύνταγμα. Είναι προσωπική η ευθύνη των βουλευτών που την απαρτίζουν να ψηφίζουν και να στηρίζουν στο διάστημα αυτό φιλοευρωπαϊκές επιλογές και κυβερνήσεις.
Ευθύνη της κυβέρνησης δεν είναι μόνο να υλοποιήσει το πρόγραμμα που συμφώνησε με την τρόικα. Πρέπει να αντιμετωπίζει και την καθημερινότητα. Να μην αφήνει τα προβλήματα να σωρεύονται αλλά αποφασιστικά να δίνει μάχη για να λύνονται. Ο ιδιωτικός τομέας παλεύει απεγνωσμένα. Τον πνίγει, ίσως περισσότερο από ποτέ, η γραφειοκρατία. Έχει ανάγκη, από κάθε είδους, στο πλαίσιο του δικαίου, στήριξης.
Την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας όμως, υπάρχουν και παρήγορα μηνύματα. Το πρώτο είναι ότι ο ελληνικός λαός έχει φανεί, στη διάρκεια της κρίσης αυτής, ωριμότερος από τις κάθε είδους ηγεσίες του. Αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα, περίσκεψη και προπαντός με αξιοθαύμαστη υπομονή, μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.
Το δεύτερο παρήγορο μήνυμα είναι ότι έχει επιδείξει μεγάλη ευαισθησία και αλληλεγγύη έναντι εκείνων που έχουν ανάγκη. Θέλω να το τονίσω με υπερηφάνεια, γιατί έχει περάσει δυστυχώς απαρατήρητο μέσα στον ορυμαγδό της κακοφωνίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με τους εθελοντές της, οι οργανώσεις, τα ιδρύματα, χωρίς καμία κρατική βοήθεια, υλοποιούν ένα τεράστιο καθημερινό έργο. Οι πολίτες με δική τους πρωτοβουλία ενεργοποιούνται. Από το υστέρημά τους βοηθούν και οι φτωχοί τους φτωχούς.
Πάνω από όλα όμως πρέπει όλοι μας να σεβαστούμε τη δημοκρατική νομιμότητα. Είναι το ελάχιστο εθνικής συνεννόησης που αυτή την στιγμή επιβάλλουν οι θεσμοί και ο πόνος του ελληνικού λαού. Όσοι αγαπούν αυτό το λαό πρέπει να το καταλάβουν. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το νόμο της Δημοκρατίας. Δεν είναι μόνο οι παράνομες απεργίες, οι βίαιες διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και το κύμα των παράνομων μεταναστών που μετατρέπουν το κέντρο της Αθήνας σε γκέτο. Θανάσιμο πλήγμα για την οικονομία είναι η επίθεση μασκοφόρων στη Χαλκιδική αλλά και το σύνθημα “δεν πληρώνω”. Ακόμη και οι αγρότες, που δεν έχουν δώσει ακραία μορφή στις κινητοποιήσεις τους, βλάπτουν την εικόνα της χώρας σε μια κατεξοχήν ακατάλληλη στιγμή, που προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε αξιοπιστία και εμπιστοσύνη.
Το πρωτόγνωρο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, σε μία χώρα που ποτέ ο φασισμός δεν έβγαλε ρίζες, είναι ένα φαινόμενο που δεν επιτρέπεται να υποτιμήσουμε. Είναι βέβαιο ότι –κατά μεγάλο μέρος- οφείλεται στην ασυδοσία της Αριστεράς, που επικρατούσε επί πολλά χρόνια. Αυτή έδωσε το κακό παράδειγμα της ασέβειας στο νόμο της Δημοκρατίας. Το 1990 δεν υπήρχε το πρόβλημα αυτό. Αντίθετα το ΚΚΕ και η άλλη αριστερά μετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και συνέπρατταν και σε αντιδημοτικές αποφάσεις που η σκληρή πραγματικότητα επέβαλλε. Η Οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή της Αριστεράς, έκλεισε τις προβληματικές και απέλυσε πάνω από 10.000 υπαλλήλους. Το ΚΚΕ, και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι πάντες πρέπει να καταλάβουν. Η δημοκρατική νομιμότητα είναι μονόδρομος.
Οι σχέσεις μας με την Ευρώπη, στον σκληρό πυρήνα της οποίας –όλοι συμφωνούμε- πρέπει να μείνουμε, παρά τις αδυναμίες της, είναι κλειδί για το μέλλον. Η Ευρώπη πήρε τις αποφάσεις της, θα μας στηρίξει με κάθε μέσο, είμαι βέβαιος. Φτάνει να είμαστε συνεπείς και λογικοί. Η Ευρώπη δεν είναι παράλογη. Όταν έχεις δίκιο και επιχειρήματα μπορείς να περιμένεις ανταπόκριση. Πρέπει όμως, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των συνομιλητών σου. Πρέπει να σε θεωρούν αξιόπιστο. Δεν κερδίζεις ασφαλώς τίποτε με νταηλίκια και εκβιασμούς. Τότε η ομήγυρης γίνεται σκληρή, ωμή και χάνεις και αυτό που θεωρούσες αυτονόητο.
Αυτά δεν σημαίνουν ασφαλώς ότι δεν πρέπει και η ίδια η Ευρώπη να αλλάξει. Η ευρωζώνη άσχετα με την όποια ρύθμιση του χρέους, θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Η τραγωδία της ανεργίας είναι θέμα επείγον σε ολόκληρο το νότο. Όταν υπογράφαμε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η Κομισιόν, με πρόεδρο μια μεγάλη ευρωπαϊκή προσωπικότητα, τον Ζακ Ντελόρ, πρότεινε αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο 1,25% του εθνικού εισοδήματος των κρατών που μετείχαν. Στη συζήτηση που ακολούθησε, με δική μου κυρίως πίεση, ο Χέλμουτ Κολ ανέβασε το ποσοστό αυτό σε 1,27%. Τότε στην Ευρώπη μετείχαν 12 κράτη. Σήμερα η Ευρώπη αποτελείται από 27 κράτη, εκ των οποίων οι τέως κομμουνιστικές χώρες έχουν επείγουσα ανάγκη βοήθειας και όμως ο προϋπολογισμός που εγκρίθηκε πέφτει κάτω από το 1%. Το θέμα του προϋπολογισμού θα το αντιμετωπίσει το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και φυσικά η Ελλάδα δεν έχει τη δύναμη να επιβάλλει αποφάσεις. Είναι όμως απογοητευτικό το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια, το θέμα του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού δεν αποτέλεσε αντικείμενο δημοσίας συζήτησης.
Σήμερα αυτό που μας απομένει, είναι τα σχετικά περιορισμένα οικονομικά μέσα που η Ευρώπη μας δίνει, να τα χρησιμοποιούμε προς τη σωστή κατεύθυνση, με περίσκεψη και αίσθημα ευθύνης.
Φίλες και Φίλοι,
Θα σας μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια:
Με τους ρυθμούς που βαδίζουμε σήμερα η χώρα δεν θα βουλιάξει αλλά η ανάκαμψη θα αργήσει πολύ να έρθει. Χρειαζόμαστε λοιπόν μεγαλύτερη ταχύτητα, δεν έχουμε το δικαίωμα να χάσουμε ούτε μία μέρα. Χρειαζόμαστε άθροιση δυνάμεων και ένα ελάχιστο εθνικής ομοψυχίας. Πρέπει να δώσουμε τη μάχη μαζί, χωρίς αντεγκλήσεις, χωρίς να μας απασχολούν θέματα που δεν έχουν ουσία. Κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις του έθνους. Συνειδητοποιώντας ότι για εκατομμύρια συμπολίτες μας σ’ ολόκληρη την Ελλάδα η μάχη αυτή είναι μια μάχη επιβίωσης, μια μάχη που έχουμε χρέος να την κερδίσουμε.
Ταυτόχρονα στο θεσμικό επίπεδο είναι απόλυτα αναγκαίο να προχωρήσουμε πλέον στην αναθεώρηση του Συντάγματος, με πρώτη αναθεωρητέα διάταξη την απόφαση να δικάζονται και οι πολιτικοί όπως οι απλοί πολίτες. Χωρίς μια βαθειά συνταγματική μεταρρύθμιση που να ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα της χώρας, η όποια προσπάθεια θα είναι ημιτελής και ατελέσφορη.
Φίλες και Φίλοι,
Τελειώνοντας θα ήθελα να απευθυνθώ ξεχωριστά στους νέους και στις νέες, στους σημερινούς εικοσάρηδες και τριαντάρηδες –τα μεγάλα θύματα της κρίσης- που σήμερα αισθάνονται να μεγαλώνουν σ’ έναν σκληρό και άδικο κόσμο, που τους στερεί ένα από τα βασικά θεμέλια της φυσιολογικής ανθρώπινης ζωής. Τη δυνατότητα της εργασίας.
Νέοι και Νέες,
Μεγαλώσατε -οι περισσότεροι από σας- υπό καλές συνθήκες, με Δημοκρατία και οικονομική ευημερία. Είσθε η πιο σπουδαγμένη γενιά που είχαμε την τύχη, ίσαμε τώρα, να έχουμε ως χώρα και η πλέον ευρωπαϊκή. Δυστυχώς σας σύραμε σε μια κρίση για την οποία εσείς αντικειμενικά ουδεμία ευθύνη φέρετε.
Για όσα συνέβησαν οι πολίτες και προπαντός οι νέοι κατηγορούν την πολιτική. Είναι λογικό αυτό, δεδομένων των λαθών, των αστοχιών και των καταχρήσεων των πολιτικών που κυβέρνησαν τον τόπο τις τελευταίες δεκαετίες. Η πολιτική όμως είναι το μοναδικό εργαλείο που διαθέτουν οι πολίτες για τη διακυβέρνησή τους. Όταν επιτυγχάνει ευημερούν. Όταν αποτυγχάνει δυστυχούν. Έχοντας την μακρότερη πολιτική εμπειρία από κάθε άλλο Έλληνα σήμερα, σας λέω λοιπόν, ότι όσο και αν υπάρχει πάντοτε χώρος για εγωισμούς, μωροφιλοδοξίες και ανομίες, η πολιτική παραμένει εκείνο το πεδίο δράσης που μπορεί δυνητικά να αναδείξει το καλύτερο της ανθρώπινης φύσης. Είναι η μοναδική διαδικασία που μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο με τρόπο μαζικό τη ζωή των ανθρώπων. Να αλλάξει τη μοίρα των λαών και των εθνών.
Προϋπόθεση για αυτό, ιδίως για έναν λαό συναισθηματικό, είναι να μην παρασύρεται από εύκολες και ψεύτικες υποσχέσεις.
Για αυτό, και στο μέλλον ακούστε πιο προσεκτικά τον ρεαλιστή, τον μετρημένο, τον υπεύθυνο. Μάθετε να λέτε και προπαντός να ακούτε το όχι. Και αφιερώστε το χρόνο και τον κόπο που χρειάζεται για να γίνετε και να μείνετε όλη σας τη ζωή, ενεργοί πολιτικά και σκεπτόμενοι πολίτες. Είναι το ασφαλέστερο αντίδοτο στο λαϊκισμό και τη δημαγωγία.
Ο πειρασμός για τον εύκολο και τον σύντομο δρόμο πάντα υπάρχει. Δεν υπάρχει όμως επιτυχία χωρίς προσπάθεια, και ικανοποίηση χωρίς κόπο. Η ισότητα δεν είναι ποτέ προϊόν μιας εξίσωσης προς τα κάτω. Είναι προϊόν κοινωνιών που ωριμάζουν και κατοχυρώνουν αποτελεσματικούς και αξιοκρατικούς θεσμούς, που στη συνέχεια αποδίδουν μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Και να θυμάστε, κάθε εποχή έχει τις δικές της μάχες, τα δικά της μέτωπα. Μην προσπαθείτε να αναβιώσετε φαντασιακά τους αγώνες του παρελθόντος. Η ιστορία δεν ξαναγράφεται. Δεν υπάρχει ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος γύρος. Όποιο μετερίζι και αν διαλέξετε, φροντίστε να είναι το δικό σας και όχι δανεικό.
Νέοι και νέες,
Στη δική μας ζωή –της ηρωικής και άτυχης γενιάς του μεσοπολέμου- βιώσαμε μια αφάνταστα σκληρότερη από τη σημερινή ανατροπή. Στη δική σας ηλικία περάσαμε από την ανεμελιά της νιότης στην ακραία βιαιότητα ενός μεγάλου πολέμου, μιας αδυσώπητης ξένης κατοχής και ενός αιματοβαμμένου εμφυλίου. Πολλοί συνομήλικοι μου χάθηκαν πριν φτάσουν στα τριάντα. Και ο ίδιος έζησα τη ζωή μου με τη φράση του Νίτσε, επικίνδυνα. Όχι προφανώς με την έννοια του στιγμιαίου, τυχοδιωκτικού και άχρηστου κινδύνου. Αλλά με τη βαθιά πεποίθηση ότι το θάρρος στην ζωή αυτή, και στην πολιτική κατεξοχήν, είναι αυτό που δημιουργεί στο τέλος την ανατροπή. Γι αυτό κρατήστε την αισιοδοξία σας. Μην επιτρέπετε στο φόβο και στο αδιέξοδο να νικήσουν την ελπίδα. Έχουμε αναγεννηθεί πολλές φορές από τις στάχτες μας. Το ίδιο θα πράξουμε και τώρα. Το μέλλον είναι δικό σας. Είναι το μέλλον που εσείς θα κατακτήσετε.
Όσο για εμάς, ας μας ορίσουν τα λόγια του εθνικού μας ποιητή, Κωστή Παλαμά :
«χρωστάμε εις όσους ήρθαν
πέρασαν, θα ρθούνε, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι. Οι νεκροί».
Σας Ευχαριστώ
via http://ksipnistere.blogspot.com/search/label/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC